- ἀπογαληνίζω
- ἀπογᾰληνίζω,A calm down, ἑαυτόν prob. in Plu.2.655b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απογαληνίζω — ἀπογαληνίζω (Α) φέρνω γαλήνη, καθησυχάζω … Dictionary of Greek
ἀπογαληνίσας — ἀπογαληνίσᾱς , ἀπογαληνίζω calm down aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)